φοινικώνας

φοινικώνας
ο / φοινικών, -ῶνος, ΝΜΑ, και φοινεικών και φοινικεών Α
τόπος κατάφυτος με φοίνικες, δάσος φοινίκων
αρχ.
τόπος όπου καλλιεργούνται φοίνικες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φοῖνιξ (III), -οίνικος «είδος δένδρου» + κατάλ. -ων, -ῶνος- (πρβλ. ελαιώνας], πευκ-ών[ας])].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φοινικώνας — ο δάσος φοινίκων, τόπος κατάφυτος από φοινικόδεντρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φοινικῶνας — φοινικών palm grove masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φοινικεών — ὁ, Α βλ. φοινικώνας …   Dictionary of Greek

  • Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”